- μοιρηγενές
- μοιρηγενήςfavoured bymasc/fem voc sgμοιρηγενήςfavoured byneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ропалический стих — (от греч. ρόπαλον палица) термин неолатинской версификации: стих, в котором первое слово односложное, второе двусложное и т. д. до конца, так что стих к концу подобно палице утолщается, откуда и название. Например: Rem tibi concessi, doctissime,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
CLIMACIDES — Graece Κλιμακίδες, dicebantur mulieres, quae dominabus suis vicem stapedis aut saclae, quoties equum conscensurae erant, praestabant: de quibus Athenaeus, ἀρεοκόμεναι, inquit, ταῖς μεταπεμψαμέναις αὐτὰς ενδόξοις γυναιξὶ κλίμακα ἐξ ἑαυτῶν ἐποίουν… … Hofmann J. Lexicon universale
RHOPALICI Versus — dicti a Graeca voce ῥοπαλὸν, clava, quam massucam Galli vocant, a monosyllabo incipiunt, quod est veluti caput massucae. Ut in hoc versu, Spes Deus aeternae est stationis conciliator. Et apud Homer. Il. γ. v. 182. Ω᾿ μάκαρ Ἀτρείδη μοιρηγενὲς… … Hofmann J. Lexicon universale
μοιρηγενής — μοιρηγενής, ές (Α) (επικ. τ.) αυτός που ευνοήθηκε από τη μοίρα κατά τη γέννηση, ο γεννημένος ευτυχής, καλότυχος («ὦ μάκαρ Ἀτρείδη, μοιρηγενές, ὀλβιόδαιμον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + γενής (< γένος). Το η οφείλεται σε μετρικοὺς λόγους] … Dictionary of Greek
ολβιοδαίμων — ὀλβιοδαίμων, όνος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει καλή τύχη από τον θεό, ευτυχισμένος, καλότυχος («ὦ μάκαρ Ἀτρεΐδη, μοιρηγενές, ὀλβιόδαιμον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευδαίμων, ευτυχισμένος» + δαίμων (πρβλ. κακο δαίμων)] … Dictionary of Greek